- ῥιζοτόμος
- ῥιζοτόμοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ριζοτόμος — ο / ῥιζοτόμος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ο ριζοτόμος ή το ριζοτόμο εργαλείο για την αποκοπή ριζών || (μσν. αρχ.) αυτός που κόβει και συλλέγει ρίζες για φαρμακευτική ή μαγική χρήση (α. «ῥιζοτόμος καὶ ἀγύρτης», Λουκ. β. «ῥιζοτόμοι … Dictionary of Greek
ῥιζοτόμοις — ῥιζότομος one who cuts masc dat pl ῥιζοτόμος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιζοτόμου — ῥιζότομος one who cuts masc gen sg ῥιζοτόμος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιζοτόμους — ῥιζότομος one who cuts masc acc pl ῥιζοτόμος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιζοτόμων — ῥιζότομος one who cuts masc gen pl ῥιζοτόμος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιζοτόμοι — ῥιζοτόμος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιζοτόμον — ῥιζοτόμος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ριζοτομικός — ή, ό / ριζοτομικός, ή, όν, ΝΑ [ῥιζοτόμος] αυτός που αναφέρεται στον ριζοτόμο ή στη ριζοτομία 1. αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ ριζοτομικός ο ριζοτόμος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ῥιζοτομική η τέχνη τού ριζοτόμου 3. (το ουδ. ως κύριο όν.) Ῥιζοτομικόν βιβλίο… … Dictionary of Greek
Crateuas — Krateuas, auch Kratevas, Crateuas oder Cratevas, genannt „der Wurzelschneider“ (griechisch Κρατεύας ὁ Ῥιζότομος), war ein griechischer Arzt und Pharmakologe um 100 v. Chr. Inhaltsverzeichnis 1 Leben und Wirken 2 Ehrentaxon … Deutsch Wikipedia
Cratevas — Krateuas, auch Kratevas, Crateuas oder Cratevas, genannt „der Wurzelschneider“ (griechisch Κρατεύας ὁ Ῥιζότομος), war ein griechischer Arzt und Pharmakologe um 100 v. Chr. Inhaltsverzeichnis 1 Leben und Wirken 2 Ehrentaxon … Deutsch Wikipedia